Ο Henry Cartier Bresson γεννήθηκε το 1908 και πέθανε το 2004. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ού αιώνα και ειδικότερα ένας από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το έργο του έχει κερδίσει καθολική αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο Καρτιέ Μπρεσόν γεννήθηκε στο Σαντελού-αν-Μπρι (Chanteloup-en-Brie) στο διαμέρισμα Σεν-ε-Μαρν (Seine-et-Marne) της Γαλλίας και ήταν ο μεγαλύτερος από τα πέντε αδέρφια του. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος παραγωγός κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, του οποίου τα νήματα ήταν παρόντα σε κάθε γαλλικό σετ ραπτικής. Οι οικογένεια από την μεριά της μητέρας του ήταν έμποροι βαμβακιού και γαιοκτήμονες από την Νορμανδία, όπου και πέρασε κομμάτι των παιδικών του χρόνων. Η οικογένεια Καρτιέ Μπρεσόν κατοικούσε σε μία συνοικία της αστικής τάξης στο Παρίσι, κοντά στην Πον ντε λ’Ερόπ (Pont de l’ Europe) και του παρείχε οικονομική ενίσχυση για να αναπτύξει το ενδιαφέρον του για την φωτογραφία με έναν πιο ανεξάρτητο τρόπο απ’ ότι άλλοι σύγχρονοί του. Επίσης, στον ελεύθερό του χρόνο, σκίτσαρε. Ο ίδιος περιέγραφε την οικογένεια του ως “Καθολικούς σοσιαλιστές”.
Όταν ήταν μικρό παιδί, ο Καρτιέ Μπρεσόν, διέθετε μια φωτογραφική μηχανή Box Brownie, που χρησιμοποιούσε για να παίρνει φωτογραφίες στις διακοπές, ενώ αργότερα πειραματιζόταν με μία view camera 3×4 ιντσών. Μεγάλωσε με τον παραδοσιακό γαλλικό αστικό τρόπο και μιλούσε στους γονείς του στον πληθυντικό. Ο πατέρας του ήταν σίγουρος ότι ο γιος του θα συνέχιζε την οικογενειακή επιχείρηση αλλά ο ίδιος ήταν ισχυρογνώμων και απωθούνταν από αυτή την προοπτική.
Για τον Bresson, το μάτι, το χέρι, η καρδιά και η μηχανή του συνδέονται σ’ ένα ενιαίο σύνολο, που σαν σκοπό έχει να δείξει ένα απλό γεγονός: την παρουσίαση μιας στιγμής της ζωής. Πίστευε ότι σε κάθε επεισόδιο της ζωής υπήρχε κάποια χρονική στιγμή, όπου όλα τα στοιχεία συγκλίνουν με μια γεωμετρική σχέση, σε μια σύνθεση που να δείχνει όλα όσα πρέπει να παρουσιαστούν από το επεισόδιο αυτό. Και ο φωτογράφος, ο συνεχής παρατηρητής του γύρω κόσμου, έπρεπε να είναι πάντοτε έτοιμος να σταματήσει το χρόνο στην απόλυτη στιγμή, όταν το γεγονός θα έφτανε στην κορύφωση της έκφρασής του.
Η θεωρία του βασιζόταν στη «σύλληψη της αποφασιστικής στιγμής και τη μετατροπή της σε πιστή οργάνωση της φόρμας».
Ο Bresson παραδέχεται σα δάσκαλό του τον Kertesz. Και είναι γεγονός ότι η δουλειά των δύο καλλιτεχνών έχει ομοιότητες σε σχέση με την αντίληψη για την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι εικόνες όμως του Bresson χαρακτηρίζονται από μια μοναδική χρονική αίσθηση. Οι περισσότερες απ’ αυτές δεν είναι φωτογραφίες δράσης, αν και μπορεί να παγώσουν την κίνηση ενός σώματος ή ενός χεριού. Εκείνο που συγκρατούν είναι η αντίληψη για τον άνθρωπο ή για ένα σύνολο ανθρώπων.
Ο ίδιος λέει: «Η συχνή χρησιμοποίηση των φωτογραφικών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημιουργεί συνεχώς νέες δυνατότητες για το φωτογράφο. Σήμερα, περισσότερο απ’ οποτεδήποτε άλλοτε, πρέπει να φροντίζουμε να μη χάνουμε ούτε για μια στιγμή την επαφή μας με τον πραγματικό κόσμο και με την ανθρωπότητα. Για να πετύχουμε κάτι τέτοιο δεν αρκεί ν’ αφήσουμε ένα άψυχα φακό ν’ αποτυπώνει τις φανερές οπτικές λεπτομέρειες των νεκρών του πολέμου ή τις φωνές των παιδιών. Η φωτογραφία μπορεί να είναι ένα ψέμα και ένα πραγματικό γεγονός την ίδια στιγμή. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο καλλιτέχνης να λέει την αλήθεια… να λέει εκείνο που αυτός σαν ένα ολοκληρωμένο ον βλέπει, αισθάνεται, ξέρει και νιώθει».
Ο Bresson σπούδασε αρχικά ζωγραφική κοντά στον κυβιστή ζωγράφο Andre Lhote. Το 1930 αρχίζει να ασχολείται σοβαρά με την φωτογραφία και το 1933 αποκτά την πρώτη του Leica και γοητεύεται από την ευκολία που του παρέχει η μηχανή των 35 mm.Δουλεύοντας με την «μινιατούρα μηχανή» – όπως ειρωνικά αποκαλούσαν την Leica – ο Bresson θα κάνει το 1933 την πρώτη του έκθεση στη Νέα Υόρκη. Ορισμένοι κριτικοί την αποκάλεσαν «αντιγραφική φωτογραφία», γιατί τους έδινε την εντύπωση ότι ορισμένες φωτογραφίες είχαν γίνει «αυτόματα» και ότι η περίεργη και προκλητική γοητεία τους ήταν ένα τυχαίο αποτέλεσμα. Σε πείσμα των κριτικών όμως, ο Bresson έδειξε το απίθανο μέσα στην πραγματικότητα.
Στην δεκαετία του ’30 τροφοδοτούσε τα μεγαλύτερα εικονογραφημένα περιοδικά με φωτογραφικά ρεπορτάζ και μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ρεπορτάζ του από την Ισπανία (1933) και το Μεξικό (1934).
Με την κήρυξη του πολέμου, το 1939, θα καταταγεί στο γαλλικό στρατό και θα συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Γερμανούς. Ύστερα από 3 χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα κατορθώσει να δραπετεύσει, θα επιστρέψει στη Γαλλία και θα πολεμήσει στην Αντίσταση. Αμέσως μετά τον πόλεμο θα φωτογραφίσει την επιστροφή των Γάλλων αιχμαλώτων.
Το 1946 θα επισκεφτεί τις Ηνωμένες Πολιτείες και θα παραμείνει ένα χρόνο. Στο διάστημα αυτό θα κάνει και την πρώτη αναδρομική έκθεσή του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Με την επιστροφή του στο Παρίσι το 1947, θα αποτελέσει – το τρίτο ιδρυτικό μέλος του Magnum.
Το πρώτο του φωτογραφικό λεύκωμα κυκλοφόρησε το 1956, με τίτλο Images a la Sauvette, και παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο τη ζωή της εργατικής τάξης στη Γαλλία.
Ακούραστος και παραγωγικός ο Bresson ταξιδεύει αδιάκοπα καταγράφοντας «αποφασιστικές στιγμές»: Ιταλία, Μεξικό, Ελλάδα και Ιρλανδία το 1953, Λονδίνο και Ελλάδα το 1955, Σουηδία το 1957, Νέα Υόρκη, Αθήνα, Ρώμη, Δουβλίνο και Νάπολη το 1963, Τουρκία το 1966, Ιερουσαλήμ το 1967… Ο ίδιος λέει: «Για μένα η φωτογραφία δεν έχει αλλάξει από τα αρχικά της πρότυπα, εκτός από τις τεχνολογικές εξελίξεις της και αυτό είναι κάτι που δεν το θεωρώ τόσο σημαντικό. Η φωτογραφία είναι μια στιγμιαία διαδικασία τόσο συναισθηματικά όσο και πνευματικά. Ένας τρόπος έκφρασης του κόσμου μας με οπτικά μέσα και ταυτόχρονα μια αιώνια αναζήτηση και προβληματισμός».
Παρουσιάση : Χαλιώτη Θεανω
Follow Us!