«Αν στον αιώνα μας υπήρχε κάτι το ιερό, εάν θα έπρεπε να υπάρχει κάτι σαν ιερός θησαυρός στο χώρο του κινηματογράφου, τότε για μένα θα έπρεπε να είναι το έργο του Γιαζουχίρο Όζου…. Για μένα ποτέ πριν και ποτέ ξανά ο κινηματογράφος δεν ήταν τόσο κοντά με την ουσία του και το σκοπό του, να παρουσιάσει τον άνθρωπο του αιώνα μας, μια αληθινή και έγκυρη εικόνα την οποία όχι μόνο ο ίδιος να αναγνωρίζει, αλλά και από την οποία, πάνω απ’ όλα, μπορεί να μάθει για τον εαυτό του.»
Wim wenders.
Γεννήθηκε στο Τόκιο το 1903. Έζησε εργένης όλη του τη ζωή μαζί με τη μητέρα του, η οποία πέθανε λίγους μήνες πριν από τον γιό της. Μεγάλωσε σε μεσοαστικό περιβάλλον, ο πατέρας του είχε μια μικρή βιοτεχνία. Δεν υπήρξε καλός μαθητής, το περισσότερο καιρό τον περνούσε στον κινηματογράφο βλέποντας αμερικάνικες ταινίες. Η αγαπημένη του ταινία ήταν ο Πολίτης Κέιν.
Σε ηλικία 20 χρονών προσλαμβάνεται στην αρχή σαν βοηθός οπερατέρ και κατόπιν ως βοηθός σκηνοθεσίας με τον σκηνοθέτη Okubo Tadamoto.To 1927 δημιουργεί την πρώτη του ταινία ιστορικού περιεχομένου, Sword of Penitence. Στη δεκαετία του 1930-1940 και έχοντας ποια μια καλύτερη στο χώρο των σκηνοθετών ο Όζου δημιουργεί το προσωπικό του ιδιαίτερο κινηματογραφικό του ύφος και θεματολογία. Έμεινε αρκετό καιρό πιστός στον βουβό κινηματογράφο και η πρώτη του ομιλούσα ταινία «ο μοναχογιός» γυρίστηκε το 1936. Τον Σεπτέμβριο του 1937 κατατάσσεται στον Ιαπωνικό στρατό και για δύο χρόνια υπηρετεί στη Κίνα. Με την επιστροφή του το κλίμα στην χώρα του έχει αλλάξει, και η κυβέρνηση επιθυμεί φιλμ που εξυμνούν την αυτοθυσία απαραίτητο συναίσθημα για μια χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο. Ο Όζου όμως συνεχίζει να δημιουργεί τα δικές του ιδιόμορφες και ποιητικές ταινίες. Έτσι λοιπόν δημιουργεί δύο ταινίες, το1941 την ταινία «Αδελφοί και αδελφές της οικογένειας Toda», και το 1942 τη ταινία «Ήταν ένας πατέρας», δύο ταινίες με τον τρόπο τους συμπληρωματικές. Η Πρώτη μας διηγείται την ιστορία μιας μεγάλης οικογένειας, πού ο γιός αποφασίζει να πάρει μαζί του τη μητέρα του και τη ποιο μικρή αδελφή του στη κατεχόμενη Μαντζουρία, οι οποίες ήταν εγκαταλελειμμένες από τους άλλους συγγενείς. Το δεύτερο φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση ενός ηλικιωμένου πατέρα και του μοναχογιού του πού αναγκάζεται για επαγγελματικούς λόγους να μεταναστεύσει, εδώ όμως είναι ο πατέρας που πιέζει το γιό του να τον αφήσει μόνο, γιατί δεν θεωρεί σωστό ένας άνδρας να αρνείται τη δουλειά του ή τις κοινωνικές του υποχρεώσεις μόνο για να μπορέσει να μείνει δίπλα στο γονιό του.
Την μεγάλη όμως κινηματογραφική στροφή ο Όζου θα την κάνει το 1949 με τη ταινία του, και η οποία είναι μια από τις καλύτερες, «το τέλος της άνοιξης» και η οποία χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους Ιάπωνες ως το ποιο γιαπωνέζικο φιλμ που είχε γίνει ποτέ. Τα θέματα των ταινιών του Όζου αναφέρονται στις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα στις οικογένειες, σε σχέσεις γονιών και παιδιών για γάμους, θανάτους. Οι οικογένειες αυτές όμως είναι ξεκομμένες από την υπόλοιπη κοινωνία οι σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτές δεν επηρεάζονται από εξωγενή στοιχεία όπως η φτώχεια που επηρεάζουν και αλλοιώνουν τις συναισθηματικές συγκρούσεις. Ουδέποτε ταινίες με τόσο αυτονόητα θέματα και τόσο φαινομενικά απλό χειρισμό έχουν καταφέρει να συγκινούν σε τόσο υψηλό βαθμό, όπως οι ταινίες του Όζου. Αυτό μάλιστα το επιτυγχάνουν με ένα υπόγειο και διακριτικό τρόπο. Παρασέρνουν τον θεατή με εικόνες απλής καθημερινότητας και τον οδηγούν σε μία απροσδόκητη κορύφωση, στην οποία όμως παίζουν πρωτεύοντα ρόλο αυτές ακριβώς οι φαινομενικά απλές καθημερινές εικόνες που στην αρχή της ταινίας πέρασαν απαρατήρητες. Αυτό επιτυγχάνεται με το θαυμάσιο και ελεγχόμενο ρυθμό που δίνει ο Όζου στις ταινίες του. Αρχή – αρχή «μπαίνουν» οι χαρακτήρες και ακολουθούν μικρές παράλληλες ιστορίες που μας πλησιάζουν και μας απομακρύνουν από το κεντρικό θέμα, μέχρι που να έρθουν όλες να «δέσουν» και να αποκαλυφθεί στο τέλος η σημασία κάθε μικρής φράσης ή μεμονωμένης σκηνής. Το υπέροχο τέλος των ταινιών του είναι αυτό που προσδίδει στις προηγούμενες σκηνές την ακριβή σημασία τους.
«Η γαλήνη μου έχει μέσα της έναν άνθρωπο, είναι διάφανος και με κουβαλά γαλήνια ,όπως μία γόνδολα, μέσα στους δρόμους.»
Frank O Hara
από το memory of my Feelings «Εις Ανάμνηση των συναισθημάτων μου» 1956.
Με αυτά τα λόγια ξεκινά μια μικρή αναφορά ο σκηνοθέτης Jjm Jarmusch για τον μεγάλο σκηνοθέτη Γιαζουχίρο Όζου, θέλοντας να δείξει τη βαθιά επιρροή του μεγάλου γιαπωνέζου σκηνοθέτη στο προσωπικό του έργο και όχι μόνο.
Τόσο επηρεασμένος από τις εικόνες του Όζου που σε ένα ταξίδι του στην Ιαπωνία για την προώθηση της ταινίας του Stranger than Paradise αναφέρει… «πήραμε το τραίνο και από το σε κίνηση παράθυρο έβλεπα τις στέγες των σπιτιών της πόλης με τα φανάρια και τα απλωμένα ρούχα τις παράλληλες σιδηροδρομικές γραμμές και τους σταθμούς των τραίνων που περνούσαμε, εικόνες παράδοξα οικείες σε μένα διαμέσου της χρήσης τους από τον Όζου ως στατικά σημεία στίξης στο συντακτικό της ταινίας.» Και συνεχίζει …. «με την άφιξή μας ο σταθμό της kamakura “όπου εκεί βρίσκεται το μουσείο για τον Όζου” ήταν ανατριχιαστικά οικείος. Ακόμη και οι κερασιές ήταν ανθισμένες. Σε μια γωνιά του εκθεσιακού χώρου ήταν ένα τρίποδο που είχε σχεδιάσει ο ίδιος ο Όζου. Είχε μόνο δύο θέσεις στις οποίες κλείδωνε το ύψος της κάμερας μια θέση περίπου ένα μέτρο από το έδαφος “περίπου το επίπεδο ματιού ενός προσώπου που παραδοσιακά κάθεται στο πάτωμα” και η δεύτερη θέση μισό μέτρο ψηλότερα. Ο Όζου δεν είχε ανάγκη για εναλλακτικές δυνατότητες. Αντίθετα αυτοί οι περιορισμοί θα καθόριζαν τον πυρήνα του στιλ του. Τα σκηνικά είχαν ειδικά δημιουργηθεί για το μήκος εστίασης και το βάθος πεδίου των απλών φακών που ο Όζου προτιμούσε, των 50mm. Πάλι εναλλακτικοί φακοί δεν πολυενδιέφεραν τον Όζου και σχεδόν δεν υπάρχουν στο ύστερο του στυλ όπως και τα fades, dissolves ή άλλα οπτικά εφέ. Διαμέσου αυτής της κομψής γαλήνης ο Όζου ναυσιπλοεί τις λεπτεπίλεπτες ιστορίες του γύρω από τα αναμενόμενα ορόσημα δραματικών καμπύλων και τονισμένων συναισθημάτων. Τίποτε δεν εκβιάζεται. Όλα αυτά που απομένουν στην οθόνη είναι οι μικρότερες των λεπτομερειών της ανθρώπινης φύσης και αλληλεπιδράσεις που αποδίδονται μέσω ενός φακού πού είναι κομψός, παρατηρεί, απλοποιεί και είναι αγνός».
Και τελειώνοντας την αναφορά του Jarmusch για τον Όζου με την εξήγηση που του δόθηκε στο κινέζικο ιδεόγραμμα MU που βρίσκεται στη ταφόπετρα του μεγάλου σκηνοθέτη, ερμηνεία δύσκολη γιατί η έννοια του ιδεογράμματος είναι και φιλοσοφική και πνευματική, σχεδόν αδύνατο να μεταφραστεί στα Αγγλικά, όπως του εξήγησαν γιαπωνέζοι φίλοι του. Με διστακτικότητα μια κατά προσέγγιση ερμηνεία θα ήταν «ο χώρος που υπάρχει ανάμεσα στα πράγματα».
Στο ταφικό , μνημείο του Όζου δεν υπάρχει κανένα όνομα γραμμένο παρά μόνο ένα αρχαίο κινέζικο ιδεόγραμμα «MU» που σημαίνει το κενό, το τίποτα. Από μικρό παιδί προσπαθούσα να φανταστώ το τίποτα, η ίδια η ιδέα μού δημιουργούσε φόβο. Το τίποτα έλεγα δεν μπορεί να υπάρξει. Μπορεί να υπάρξει αυτό που είναι πραγματικό, η πραγματικότητα. Δεν υπάρχει ιδέα περισσότερο άδεια και άχρηστη όταν αναφερόμαστε στο σινεμά. Ο καθένας ξέρει τι σημαίνει πραγματικότητα, την βλέπει με τα ίδια του τα μάτια. Μπορούμε να δούμε τους άλλους και περισσότερο αυτούς πού αγαπάμε, βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας τις πόλεις τα χωριά, βλέπουμε και το θάνατο, τη θνησιμότητα των ανθρώπων, την ευαισθησία των πραγμάτων. Βλέπουμε και ζούμε την αγάπη, την μοναξιά, την ευτυχία, την λύπη, τον φόβο, με λίγα λόγια ο καθένας βλέπει τη ζωή του. Και ο καθένας γνωρίζει τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των προσωπικών εμπειριών και των εμπειριών που μας παρουσιάζονται μέσα από την οθόνη. Μάθαμε να θεωρούμε αυτή την μεγάλη απόσταση που χωρίζει το σινεμά από τη ζωή κάτι τελείως φυσικό. Συνήθως μένουμε με το στόμα ανοιχτό και μας εντυπωσιάζει όταν ανακαλύπτουμε κάτι το αληθινό ή το πραγματικό σε ένα φιλμ που μπορεί να είναι μία κίνηση μία παρουσία ενός παιδιού στο βάθος της εικόνας ή ένα πουλί που διασχίζει το πλάνο ή ένα σύννεφο που για μια στιγμή απλώνει τη σκιά του στη σκηνή. Είναι σπάνιο στο σινεμά του σήμερα να μπορέσεις να βρεις τέτοιες στιγμές αλήθειας, να μπορέσεις να δεις πρόσωπα ή πράγματα που να φαίνονται έτσι όπως είναι, αληθινά. Το καταπληκτικό στις ταινίες του Όζου και ιδιαίτερα στις τελευταίες του είναι ότι βλέπεις αυτές τις στιγμές αλήθειας. Και δεν ήταν μόνο στιγμές ήταν η καθαυτή αλήθεια που διαρκούσε από την πρώτη έως τη τελευταία κινηματογραφική εικόνα Ήταν φιλμ που συνεχώς μιλούσαν για την ίδια τη ζωή, όπου τα πρόσωπα, τα πράγματα, οι πόλεις, τα χωριά αποκαλύπτονταν. Μια τέτοια παρουσίαση της αλήθειας, μια τέτοια τέχνη δεν συναντάμε ποια στο σινεμά. Κάποτε υπήρχε. MU. Το κενό, αυτό είναι που μένει σήμερα. Το τίποτα.
Παρουσίαση: Σπύρος Πολυτάρχου
Follow Us!