“Αυτό που προσπαθώ να πετύχω σε κάθε έργο δεν είναι τίποτα άλλο από το να συγκεντρώσω με ένα ζωντανό και βιώσιμο τρόπο, το πιο διαφορετικά και αντιφατικά στοιχεία με τη μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ελευθερίας.”
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ
Ο Gerhard Richter είναι ένας Γερμανός ζωγράφος που αρχικά εξάσκησε ένα ρεαλιστικό στυλ ζωγραφικής αλλά αργότερα εκτίμησε και ακολούθησε τους πιο προοδευτικούς των αμερικανικών και των ευρωπαίων συγχρόνων του. Ο Richter χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο τη δική του ζωγραφική ως μέσο για τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο εικόνες που φαινομενικά αποτυπώνουν «την αλήθεια» αποδεικνύονται συχνά, μετά από προσεκτική παρατήρηση, πολύ λιγότερο αντικειμενικές και περισσότερο συγκεχυμένες, από ό,τι είχε αρχικά υποτεθεί. Άλλα κοινά στοιχεία στο έργο του είναι η επιδίωξη της τυχαιότητας, και το παιχνίδι μεταξύ ρεαλισμού και αφαίρεσης. Δουλεύοντας παράλληλα, χωρίς να ενστερνίζεται πλήρως τα ταχύτατα αλληλοδιαδεχόμενα καλλιτεχνικά κινήματα του τέλους του εικοστού αιώνα, όπως τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, την pop art, τον μινιμαλισμό, και τον εννοιολογισμό, ο Richter έχει αφομοιώσει πολλές από τις ιδέες τους, αμφισβητώντας τα όμως έμπρακτα.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ
Ο Richter έχει διατηρήσει ένα δια βίου πάθος για τη δύναμη των εικόνων και τη δύσκολη σχέση της ζωγραφικής με τη φωτογραφία: ενώ η καθεμία διεκδικεί ότι αντανακλά ή εκφράζει την πραγματικότητα με ειλικρίνεια, τελικά προβάλλει μόνο μια μερική, ελλιπή εικόνα ενός θέματος.
Ο Richter δανείζεται πολλά στοιχεία για τις ζωγραφισμένες εικόνες του από εφημερίδες, ή ακόμα και από το δικό του οικογενειακό άλμπουμ. Συχνά ξεκινά τη συνθεσή του του προβάλλοντας μια τέτοια εικόνα πάνω σε καμβά, μια τεχνική για την οποία ο ίδιος πιστεύει ότι αναδεικνύει το γεγονός ότι οι εικόνες έχουν τη δική τους ζωή και υπόσταση. Η ταυτόχρονη χρήση φωτογραφίας, προβολής και ζωγραφικής για να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο έργο τέχνης, κατά τον Richter προάγει τη μετατροπή του “πραγματικού” στο “φανταστικό”.
Ο Richter συχνά θολώνει τα θέματά του ενώ άλλες φορές χρησιμοποιεί εφέ τυχαίου αποτελέσματος στη δική του ζωγραφική διαδικασία, προκειμένου να δείξει την αδυναμία του καλλιτέχνη να αποδώσει την πλήρη αλήθεια ενός θέματος στην αρχική του κατάσταση. Τέτοια μέσα που υποδηλώνουν ότι κάτι ουσιαστικό από την ουσία του θέματος έχει «χαθεί στη μετάφραση», οδηγούν συχνά την προσοχή του θεατή στα τεχνικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του, αναδεικνύοντας έτσι τόσο ταεκφραστικά πλεονεκτήματα όσο και τις αδυναμίες της.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Gerhard Richter γεννήθηκε το 1932 στη Δρέσδη της Γερμανίας, κατά τη διάρκεια της ανόδου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ορισμένοι από τους συγγενείς Richter εμπλέκονταν άμεσα στο ναζιστικό κίνημα (ο πατέρας του λόγω της ιδιότητας του ως δάσκαλος και ένας θείος του). Η μητέρα του Richter όντας κόρη ενός γνωστού πιανίστα, ενθαρρύνει από νωρίς το ταλέντο του γιου της στο σχέδιο. Το 1948, στην ηλικία των 16, ο Richter εγκατέλειψε την εκπαίδευση του και ακολούθησε μια μαθητεία ως ζωγράφος σκηνικών για το θέατρο. Οι ατέρμονες καταστροφές και ιδεολογικοπολιτικές ανακατατάξεις της εποχής, οδήγησαν αρχικά τον Richter να αναζητήσει τη δημιουργική έμπνευση του στη φύση πέρα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή θρησκευτικές φιλοσοφίες και δόγματα.
Αρχίζοντας το 1951, ο Richter σπούδασε στην Kunstakademie της Δρέσδης, όπου ζωγράφιζε τοιχογραφίες και πολιτικά πανό που του ανέθεταν κρατικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας επέβαλε το στυλ του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού σε όλους τους εν ενεργεία καλλιτέχνες. Παράλληλα απαγόρευσε τις εκθέσεις της αμερικανικής Pop art και του Fluxus (νεοντανταισμός). Αυτά τα δεδομένα περιόριζαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα έκφρασης του νέου τότε Richter, αφού είχε λάβει εντολή να ζωγραφίζει μόνο τοπία με τεχνοτροπία ανάλογη του ποιμαντικού ρομαντισμού (18ος-19ος αιώνας διακοσμητική τέχνη που κυριάρχησε στη Βρεττανία αλλά και στην υπόλοιπη Βόρεια Ευρώπη).
Ο Richter παντρεύτηκε τη Marianne Eufinger το 1957 και το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη τη Betty, το 1966. Δύο χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Δυτική Γερμανία το 1959, ο Richter ανακάλυψε το έργο σύγχρονων καλλιτεχνών όπως ο Jackson Pollock και ο Lucio Fontana. Η τεχνοτροπία του Pollock της αυτόματης απόθεσης των χρωμάτων σε καμβά, είχε μεγάλο αντίκτυπο στον Richter, προκαλώντας τον να προβληματιστεί σχετικά με τη δική του καλλιτεχνική ιδεολογία. Πράγματι, ο Richter άρχισε να αναρωτιέται γιατί το ρεαλιστικό στυλ δεν φαίνεται να συλλαμβάνει την ενέργεια, την αίσθηση της αλήθειας, και το πνεύμα της καλλιτεχνικής απελευθέρωσης που παρατήρησε στα αφηρημένα έργα των αμερικανικών και των ευρωπαίων συγχρόνων του. Αν και υποτίθεται ότι ήταν «ρεαλιστικό», το έργο του του φάνηκε ότι είχε αποτύχει να αντικατοπτρίσει τον υποκείμενο, θυελλώδη χαρακτήρα της ίδιας της πραγματικότητας.
Το 1961, λίγο πριν από την επίσημη ολοκλήρωση του Τείχους του Βερολίνου, ο Richter μετακόμισε στο Ντίσελντορφ της Δυτ. Γερμανίας. Εγγράφηκε στην τοπική Kunstakademie, αποφασισμένος να εργαστεί με πιο ανεμπόδιστο, προοδευτικό τρόπο. Τότε σκόπιμα κατέστρεψε τα περισσότερα από τα πρώτα έργα του από τη δεκαετία του 1950 και του 1960.
Ενώ συνεχίζει να ζωγραφίζει με τρόπο ρεαλιστικό, γύρω στο 1961, ο Richter άρχισε να χρησιμοποιεί φωτογραφίες, προβάλλοντας και ιχνοθετώντας τες απευθείας πάνω στον καμβά. Richter πίστευε ότι ήταν, ως καλλιτέχνης, «δεν ζωγράφιζε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά μια εικόνα που δεν έχει τίποτα κοινό με το μοντέλο. Έτσι, ενώ ζωγράφιζε άτομα από φωτογραφίες, η εικόνα-αντίγραφο του Richter ήταν συχνά θολή και δεν έφερε σχεδόν τίποτα αναγνωρίσιμο από το αρχικό θέμα, γεγονός που ανάγκαζε τον θεατή να εξετάσει τα θεμελιώδη συστατικά της ίδιας της ζωγραφικής, όπως η σύνθεση, η φόρμα, το χρώμα, και ούτω καθεξής, αντί να αφήνει τον θεατή να ταυτιστεί με, ή να το αποσπάσει την προσοχή από το υποτιθέμενο θέμα μιας εικόνας ή από τη συναισθηματική φόρτιση του ανθρώπινου στοιχείου.
Τελικά βρίσκοντας τον εαυτό του αμφιταλαντευόμενο με το αν πρέπει να συνεχίσει προς την αφαίρεση ή προς την παραστατικότητα, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις τυχαίες λεπτομέρειες που προέκυπταν από τη ζωγραφική διαδικασία. Χρησιμοποιώντας ως βάση τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε στην ρεαλιστική ζωγραφική του, ο Richter άρχισε το θόλωμα, το ξύσιμο και την απόκρυψη των διαφόρων ζωγραφικών στρωμάτων στις συνθέσεις του.
Το 1966, ξεκίνησε τη δημιουργία μιας σειράς από γκρι πίνακες που χαρακτηρίζονταν από τη συνθετική δομή τους και τη εφαρμογή του χρώματος παρά από το ρεαλισμό του θέματος. Ο Richter εφάρμοζε το χρώμα σε παχιές πινελιές, ή με κυλίνδρους και ακολουθούσε ένα επιθετικό σκούπισμα του με μια πλαστική σπάτουλα (ειρωνικά, με ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται συνήθως για τον καθαρισμό παραθύρων). Σε αυτό το συγκεκριμένο σώμα δουλειάς, ελαχιστοποιείται η οπτική επίδραση της ρεαλιστικής απεικόνισης υπέρ μιάς αυθόρμητα δημιουργημένης ψευδαίσθησης του χώρου.
Πρωτοχρησιμοποίησε τον τίτλο «αφηρημένη ζωγραφική» το 1976 για μια σειρά έργων του, μια κίνηση που ουσιαστικά εξανάγκασε τους θεατές να ερμηνεύσουν τα συγκεκριμένα έργα χωρίς τις συνήθως απαραίτητες επεξηγήσεις του καλλιτέχνη.
Το 1983 ο Richter μετακόμισε στην Κολωνία με τη δεύτερη σύζυγό του τη γλύπτρια Isa Genzken με την οποία είχε παντρευτεί ένα χρόνο νωρίτερα. Την περίοδο αυτή ζωγράφισε τους διασημότερους φωτορεαλιστικούς πίνακές του σε δύο σειρές με τίτλους «κεριά» και «νεκροκεφαλές» για τους οποίους εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές.
Το 1989 ξεκίνησε τη σειρά των επιχρωματισμένων φωτογραφιών. Οι φωτογραφίες αυτές συνήθως δεν είναι τραβηγμένες από τον ίδιο, είναι εικόνες της καθημερινής ζωής οι οποίες επιχρωματίζονται αφενός μεν για να τονιστούν τα σημεία της φωτογραφίας που ο καλλιτέχνης επιλέγει, αφετέρου δε για να ζωντανέψει χρωματικά και να αποκτήσει βάθος η υποκείμενη εικόνα. Τα έργα αυτά απηχούν την πεποίθηση του Richter ότι φωτογραφία και ζωγραφική είναι δύο ανολοκλήρωτα μέρη του ιδίου όλου, της εικόνας.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 και του ’90, ο Richter είχε ήδη αναδειχθεί σε διεθνούς αναγνώρισης προσωπικότητα για τα έργα του αφηρημένης ζωγραφικής που σε πρώτη ματιά, φαίνεται να συνεχίζει στα βήματα του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Παρ ‘όλα αυτά, σε προσεκτική εξέταση των πυκνών επιφάνειών τους, αυτά τα πολύχρωμα έργα υποδεικνύουν ότι έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να αντανακλούν αποκλειστικά και μόνο τις διαδικασίες παραγωγής τους (αντί δηλαδή να εκφράζουν οποιαδήποτε ψυχολογίκη κατάσταση του ίδιου του καλλιτέχνη). Αυτές οι «αφηρημένες εικόνες», όπως ο Richter τις ονοματίζει, τελικά φαίνεται να αποτελούν μεμονωμένες στιγμές απόλυτης οπτικής απόλαυσης.
Το 1995 παντρεύτηκε τη Sabine Moritz με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Ο Richter ζει σήμερα στην Κολωνία, ενώ διατηρεί τον τίτλο του επισκέπτη καθηγητή στην Kunstakademie του Ντίσελντορφ.
ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ
Ο Richter ενηλικιώθηκε ως ζωγράφος σε ό,τι ήταν, για έναν καλλιτέχνη, μια πολύ δύσκολη στιγμή στην ιστορία, όταν τόσο η σύγχρονη τέχνη όσο και η παγκόσμια πολιτική είχαν φτάσει σε ιστορικά “ορόσημα” στην εξέλιξή τους. Ο Richter βρήκε ένα βιώσιμο τρόπο για να συμφιλιώσει την κατ’ ανάγκη ενασχόλησή του με το Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό με τις ραγδαίες εξελίξεις στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε μια εποχή που o «θάνατος της ζωγραφικής» διακηρυσσόταν από μια νέα γενιά που ενδιαφερόταν περισσότερο για την εννοιολογική δυναμική της τέχνης παρά για να αποκτήσει τις τεχνικές ικανότητες και την εκφραστική δεινότητα των μεγάλων ζωγράφων του παρελθόντος, ο Richter απέδειξε ότι η ζωγραφική θα μπορούσε ακόμα να αναζητήσει σε όλες τις σύγχρονες εικόνες το καλλιτεχνικό δυναμικό τους, ανεξαρτήτως αν προέρχονταν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τον κινηματογράφο, το διαδίκτυο, την πανταχού παρούσα εμπορική διαφήμιση, ή ακόμα και από το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες. Ο Richter επίσης αναζωογόνησε την ιδέα που θέλει την επιδίωξη της «ομορφιάς» στο έργο ενός καλλιτέχνη να είναι μια απολύτως αποδεκτή επιδίωξη, ιδιαίτερα σε μια εποχή που πολλοί της γενιάς του, αυστηρά διακύρησσαν ότι κάθε επιθυμία για αισθητική απόλαυση ήταν κάτι το οποίο έπρεπε να αποφεύγεται, ως γεγονός του παρελθόντος.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ
“Η φωτογραφία έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε και σκεπτόμαστε. Οι φωτογραφίες θεωρήθηκαν ως αληθινές, ενώ οι πίνακες ζωγραφικής ως κάτι το τεχνητό. Η ζωγραφισμένη εικόνα δεν είναι πλέον αξιόπιστη. Στη συνείδησή μας πλέον το θέμα που αναπαριστά είναι παγερά ακίνητο, γιατί δεν είναι αυθεντικό, αλλά μια επινόηση του δημιουργού της.”
“Θέλω να αφήσω τα πάντα ως έχουν, ως εκ τούτου ούτε σχεδιάζω ούτε εφευρίσκω, δεν προσθέτω τίποτα αλλά ούτε και παραλείπω τίποτα. Όμως ξέρω ότι αναπόφευκτα πρέπει να σχεδιάσω, να εφεύρω, να αλλάξω, να δημιουργήσω και να χειραγωγήσω. Αλλά εγώ δεν θέλω να το ξέρω.”
Σχόλια και βιογραφία από τον Sigmar Polke το 2002.
Το έργο του είναι συγκεντρωμένο στο site www.gerhard-richter.com
Παρουσίαση: Λιάκος Χαράλαμπος
Follow Us!